- στόχευση
- η, Ν [στοχεύω]1. το να κατευθύνει κανείς τη βολή τού όπλου του προς έναν στόχο, σκόπευση2. επιδίωξη σκοπού, η πραγματοποίηση στόχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek